Γκρίνουιτς

Γκρίνουιτς
(Greenwich).Τοπωνύμιο της Αγγλίας και των ΗΠΑ. 1. Προάστιο στη νοτιοδυτική πλευρά του Λονδίνου όπου βρίσκεται το ομώνυμο αστεροσκοπείο, το οποίο ιδρύθηκε από τον Κάρολο Β’. Με βάση τη διεθνή συμφωνία του 1884, ο μεσημβρινός που διέρχεται από το μεσημβρινό τηλεσκόπιο του Γ. αποτελεί τον πρώτο μεσημβρινό για τη μέτρηση των μηκών. Επειδή ο μεσημβρινός με μήκος 0 διέρχεται από το Γ., το μήκος ενός τόπου είναι ίσο με τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον τοπικό χρόνο του τόπου αυτού και του χρόνου Γ. Στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, το προάστιο καταστράφηκε από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Το αστεροσκοπείο μεταφέρθηκε τότε σε πύργο που βρίσκεται 80 χλμ. νοτιοανατολικά του Λονδίνου (1946). 2. Πόλη (61.802 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ στην πολιτεία Κονέκτικατ. 3. Συνοικία της Νέας Υόρκης (ακριβέστερα Γκρίνουιτς Βίλατζ, ή απλώς Βίλατζ) στην περιοχή του Μανχάταν, ανάμεσα στον ποταμό Χάντσον και στην Ουάσινγκτον Σκουέαρ. Στη συνοικία αυτή κατοικούν, από παράδοση, λογοτέχνες και καλλιτέχνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Πάρι, Ουίλιαμ ΄Εντουαρντ — (Parry, Sir William Edward, Μπαθ 1790 – Γκρίνουιτς 1855). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 διοικούσε ένα από τα δύο πλοία που, υπό τις διαταγές του Τζον Ρος, απέπλευσαν αναζητώντας τη Βορειοδυτική Δίοδο, δηλαδή την πιθανή υδάτινη οδό που, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Χάλεϊ, Έντμουντ — (Halley, Χάγκερστον, Λονδίνο 1656 – Γκρίνουιτς 1742). Άγγλος αστρονόμος. Σε ηλικία 20 ετών στάλθηκε στο νησί της Αγίας Ελένης στον νότιο Ατλαντικό, για να συντάξει τον κατάλογο των αστέρων του νοτίου ημισφαιρίου και το 1679 δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Αδελία Γη — Το ανατολικό μέρος της Γης Γουίλκς στην Ανταρκτική μεταξύ των μεσημβρινών 136° και 142° ανατολικού μήκους Γκρίνουιτς. Είναι η περιοχή της Ανταρκτικής με τις περισσότερες καταιγίδες. Την ανακάλυψε το 1840 ο Ντιμόν ντ’ Ιρβίλ. Εξερευνήθηκε πρώτα από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”