Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Πάρι, Ουίλιαμ ΄Εντουαρντ — (Parry, Sir William Edward, Μπαθ 1790 – Γκρίνουιτς 1855). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 διοικούσε ένα από τα δύο πλοία που, υπό τις διαταγές του Τζον Ρος, απέπλευσαν αναζητώντας τη Βορειοδυτική Δίοδο, δηλαδή την πιθανή υδάτινη οδό που, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Χάλεϊ, Έντμουντ — (Halley, Χάγκερστον, Λονδίνο 1656 – Γκρίνουιτς 1742). Άγγλος αστρονόμος. Σε ηλικία 20 ετών στάλθηκε στο νησί της Αγίας Ελένης στον νότιο Ατλαντικό, για να συντάξει τον κατάλογο των αστέρων του νοτίου ημισφαιρίου και το 1679 δημοσίευσε τα… … Dictionary of Greek
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
Αδελία Γη — Το ανατολικό μέρος της Γης Γουίλκς στην Ανταρκτική μεταξύ των μεσημβρινών 136° και 142° ανατολικού μήκους Γκρίνουιτς. Είναι η περιοχή της Ανταρκτικής με τις περισσότερες καταιγίδες. Την ανακάλυψε το 1840 ο Ντιμόν ντ’ Ιρβίλ. Εξερευνήθηκε πρώτα από … Dictionary of Greek